- τουλουμπατζής
- ο, Ν(παλ. τ.)1. χειριστής αντλίας2. πυροσβέστης3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. -τζής* (πρβλ. παλια-τζής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουλουμπατζής — ο πληθ. ήδες 1. ο χειριστής τουλούμπας, αντλίας. 2. πυροσβέστης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)